αλειμμένος

αλειμμένος
η , ο смазанный;

§ αλειμμένη και πασαλειμμένη — размалёванная, накрашенная (о женщине)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλειμμένος" в других словарях:

  • άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …   Dictionary of Greek

  • αβγωτός — ή, ό [αβγό] 1. αβγοειδής, αβγουλάτος, αβγουλωτός 2. ο γεμάτος αβγά 3. ο αλειμμένος με το εσωτερικό αβγού 4. ο γυαλισμένος με το ασπράδι αβγού …   Dictionary of Greek

  • ακώνητος — ἀκώνητος, ον (Α) αυτός που δεν είναι αλειμμένος με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωνῶ ( άω) «καλύπτω με πίσσα»] …   Dictionary of Greek

  • αλάσπωτος — η, ο [λασπώνω] 1. ο μη αλειμμένος με λάσπη, με αμμοκονία 2. αυτός που δεν λασπώθηκε, που δεν λερώθηκε με λάσπη 3. ο ηθικά ακηλίδωτος, άσπιλος 4. αυτός που δεν περιήλθε σε δύσκολη οικονομική θέση …   Dictionary of Greek

  • αλειφτός — ή, ό [αλείβω] ο αλειμμένος …   Dictionary of Greek

  • δέλτος — η (AM δέλτος) 1. μικρός πίνακας για γράψιμο 2. ιστορικό γραπτό μνημείο, διαθήκη, βιβλίο («οι δέλτοι τής ιστορίας», «αἱ δώδεκα δέλτοι») αρχ. 1. μικρός πίνακας, δίπτυχος, τριγωνικού συνήθως σχήματος, αλειμμένος με κερί, στον οποίο έγραφαν 2.… …   Dictionary of Greek

  • διάχριστος — διάχριστος, ον (AM) 1. αλειμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το διάχριστον αλοιφή …   Dictionary of Greek

  • ελαιωτός — ἐλαιωτός, ή, όν (Α) ο αλειμμένος με λάδι …   Dictionary of Greek

  • εμπλαστός — ἐμπλαστός, ή, όν (Α) αλειμμένος …   Dictionary of Greek

  • ενάλειπτος — η, ο (Α ἐνάλειπτος, η, ον) αλειμμένος, επιχρισμένος …   Dictionary of Greek

  • επίπλαστος — η, ο (AM ἐπίπλαστος, ον) [πλαστός] μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.) αρχ. 1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα έμπλαστρα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»